- σπαθαρίων
- σπαθάριοςguardsmanmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρωτοσπαθάριος — ο, ΝΜ, και τ. θηλ. πρωτοσπαθαρία Μ (στο Βυζ.) ο επικεφαλής τού στρατιωτικού σώματος τών σπαθαρίων ή βασιλικών ανθρώπων, δηλαδή τών υπαλλήλων τών υπηρεσιών τού ιερού παλατιού που είχαν ως αποστολή τόσο την τήρηση τής τάξης στο παλάτι όσο και την… … Dictionary of Greek
σπαθαροκανδιδάτος — ο / σπαθαροκανδιδᾱτος, ΝΜ (στο Βυζ.) 1. συν. στον πληθ. οι σπαθαροκανδιδάτοι η δεύτερη από τις πέντε τάξεις στις οποίες ήταν διηρημένο το σώμα τών σπαθαρίων 2. στρατιωτικό αξίωμα, τιμητικός τίτλος αυλικών, στρατιωτικών και αρχόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek